Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Το τέλος τού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος: Πώς το Πεντάγωνο προσαρμόζεται στην παγκοσμιοποίηση

Στα τέλη τού 2013, η Google ανακοίνωσε ότι απέκτησε την Boston Dynamics, μιας εταιρεία μηχανικής και ρομποτικής περισσότερο γνωστή για την δημιουργία τού BigDog, ενός τετράποδου ρομπότ που μπορεί να συνοδεύει τους στρατιώτες σε ανώμαλο έδαφος. Μεγάλο μέρος τής δημοσιότητας που προέκυψε, επικεντρώθηκε στον γίγαντα του Διαδικτύου και το πότε θα αρχίσει να φτιάχνει διάφορα είδη ρομπότ. Αυτό που ήταν μια καλή είδηση για την Google, ωστόσο, αντιπροσώπευε μια σημαντική απώλεια για το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ. Παρά το γεγονός ότι η Google συμφώνησε να τιμήσει τις υφιστάμενες αμυντικές δεσμεύσεις τής Boston Dynamics, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεών της με τον αμερικανικό στρατό, το Πολεμικό Ναυτικό και το Σώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ, η εταιρεία ανέφερε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει οποιαδήποτε πρόσθετη εργασία για τον στρατό. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι το Υπουργείο Άμυνας θα μπορούσε να χάσει το πλεονέκτημα στον αναδυόμενο τομέα των αυτόνομων ρομπότ, που κάποτε βρισκόταν σχεδόν αποκλειστικά στον τομέα του.
Ένα στρατιωτικό ρομπότ στην Χαβάη, τον Ιούλιο του 2014. (U.S. Marine Corps / Sgt. Sarah Dietz)

Δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι η Google είχε τα χρήματα για να αγοράσει την Boston Dynamics˙ Η δυνητική ανάπτυξη του αστεριού τής τεχνολογίας και των επενδύσεων στην Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) υπερβαίνει κατά πολύ εκείνη οποιασδήποτε επιχείρησης του αμυντικού τομέα. Η αγοραία αξία της, σχεδόν 400 δισεκατομμύρια δολάρια, είναι πάνω από το διπλάσιο της General Dynamics, της Northrop Grumman, της Lockheed Martin και της Raytheon μαζί. Και με τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια που έχει στο χέρι, η Google θα μπορούσε να αγοράσει το σύνολο των μετοχών κάθε μιας από αυτές.

Η Google μπορεί να μην χρειάζεται τις αμυντικές συμβάσεις, αλλά το Πεντάγωνο χρειάζεται περισσότερες και καλύτερες σχέσεις με εταιρείες όπως η Google. Μόνο ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να προσφέρει το είδος τής τεχνολογίας αιχμής που έχει δώσει στα στρατεύματα των ΗΠΑ ένα σαφές πλεονέκτημα τα τελευταία 70 χρόνια. Και πέρα από το φλερτ στις εμπορικές εταιρείες, το Πεντάγωνο πρέπει επίσης να προσαρμοστεί σε μια όλο και πιο παγκοσμιοποιημένη αμυντική βιομηχανία, δεδομένου ότι κρίσιμες αμυντικές τεχνολογίες δεν είναι πλέον στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εταιριών που εδρεύουν στις ΗΠΑ.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το F-35 Joint Strike Fighter, ένα αεροσκάφος που αναπτύχθηκε, χρηματοδοτείται, και δοκιμάζεται από εννέα χώρες: Αυστραλία, Καναδάς, Δανία, Ιταλία, Ολλανδία, Νορβηγία, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως η απόκτηση της Boston Dynamics από την Google, η ανάπτυξη των F-35 εμπεριέχει τόσο μια ευκαιρία όσο και μια πρόκληση. Από την μια πλευρά, η Ουάσιγκτον χρειάζεται διεθνείς και εμπορικές συνεργασίες για την διατήρηση του προγράμματος ανάπτυξης των όπλων της, το μεγαλύτερο στην ιστορία.
Σύμφωνα με μια μελέτη τού 2012 από την εταιρεία συμβούλων Booz & Company (νυν Strategy&), περισσότερο από το ένα τρίτο τού ποσού που δαπανά το Πεντάγωνο σε προμήθειες και υπηρεσίες πηγαίνει σε μη παραδοσιακές εταιρείες όπως η Apple και η Dell. Από την άλλη πλευρά, η παρωχημένη διαδικασία προμηθειών τού Υπουργείου Άμυνας καθιστά δύσκολο για τις νέες επιχειρήσεις να εισέλθουν στην αμερικανική αγορά. Το Πεντάγωνο δεν έχει την πολυτέλεια να κρατήσει στην θέση τους αυτούς τους φραγμούς εισόδου στην αγορά, ειδικά όταν ο στρατός των ΗΠΑ στηρίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό σε μη παραδοσιακούς προμηθευτές για να έχει ένα πλεονέκτημα έναντι των πιθανών αντιπάλων του.
Μαζί, η εμπορευματοποίηση και η παγκοσμιοποίηση - σε συνδυασμό με την μείωση των αμυντικών δαπανών των ΗΠΑ - έχουν εγκαινιάσει μια νέα εποχή για την αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ. Στο παρελθόν, η βιομηχανία έχει προσαρμοστεί καλά στις αλλαγές, επιτρέποντας στις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρούν την στρατιωτική κυριαρχία τους. Ως απάντηση στις σημερινές μεταβολές, όμως, το Πεντάγωνο κάνει ένα αργό ξεκίνημα.
ΕΝ ΑΡΧΗ
Κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, η αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ γνώρισε τρεις διαφορετικές εποχές. Στην πρώτη, η οποία διήρκεσε από το1787 ως το 1941, ο τομέας αποτελείτο σε μεγάλο βαθμό από κρατικά οπλοστάσια και ναυπηγεία, συμπληρωμένα από την εμπορική βιομηχανία μόνο σε περιόδους πραγματικής σύγκρουσης (κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, για παράδειγμα).
Η τεράστια κλίμακα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η αφθονία του σε νέες πολεμικές τεχνολογίες, ωστόσο, απαίτησε μια δραματική αλλαγή. Το 1942, ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ ίδρυσε το Συμβούλιο Πολεμικής Παραγωγής, μια ομοσπονδιακή Υπηρεσία επιφορτισμένη να επιστρατεύει στην υπηρεσία τού πολέμου τις μεγαλύτερες αμερικανικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, κυρίως εκείνες στην αυτοκινητοβιομηχανία. Στην αρχή τού εικοστού αιώνα, οι αμυντικές δαπάνες ήταν κατά μέσο όρο περίπου το 1% του ΑΕΠ, αυξημένο στο μόλις 3% το 1930. Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ωστόσο, οι αμυντικές δαπάνες εκτοξεύθηκαν, σε περίπου 40% του ΑΕΠ, και η άμυνα έγινε η μεγαλύτερη βιομηχανία τής χώρας. Ως αποτέλεσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκλόνισαν τους αντιπάλους τους με την βιομηχανική ικανότητα και ισχύ τους.
Μετά το τέλος τού πολέμου, η Ουάσιγκτον δεν διέλυσε την αμυντική βιομηχανία που είχε αναπτυχθεί. Αντ’ αυτού, οι μεγάλοι, διαφοροποιημένοι βιομηχανικοί όμιλοι που είχαν παραγάγει αμυντικό εξοπλισμό κατά την διάρκεια του πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της Boeing και της General Motors, διατήρησαν τα αμυντικά τμήματά τους. Οι εταιρείες αυτές, στις οποίες εντάχθηκαν τα επόμενα χρόνια η AT & T, η General Electric και η IBM, πέρασαν εύκολα την τεχνολογία στις αγορές. Υποστηριζόμενες οικονομικά από το Πεντάγωνο και επωφελούμενες από μακρές περιόδους παραγωγής, δημιούργησαν τεχνολογίες που κυμαίνονται από τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη μέχρι τους φακούς νυχτερινής όρασης, μερικές από τις οποίες τελικά έμπαιναν στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Σήμερα, για παράδειγμα, τα περισσότερα αυτοκίνητα διαθέτουν GPS, και λίγοι Αμερικανοί θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς το Διαδίκτυο – αμφότερες καινοτομίες που αρχικά χρηματοδοτήθηκαν από το Πεντάγωνο.
Αυτή η δεύτερη εποχή – εκείνη που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση αυτού που ο πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ περίφημα ονόμασε «το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» - έληξε με τον Ψυχρό Πόλεμο, όταν η πτώση τού Τείχους τού Βερολίνου και η διάλυση του Συμφώνου τής Βαρσοβίας και της Σοβιετικής Ένωσης συνέβαλαν στην ταχεία μείωση των στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ. Το 1993, το Υπουργείο Άμυνας κάλεσε τους ηγέτες τής βιομηχανίας στο Πεντάγωνο για έναν «Μυστικό Δείπνο», κατά τον οποίο ο τότε υφυπουργός Άμυνας, Ουίλιαμ Πέρι, τους προέτρεψε να συνενωθούν υπό το πρίσμα τής συρρίκνωσης του προϋπολογισμού. Έτσι ξεκίνησε η τρίτη εποχή, στην οποία η βιομηχανία μετατοπίστηκε από τους διαφοροποιημένους ομίλους, οι οποίοι θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τις μεγάλες δεξαμενές τους από εμπορική τεχνολογία, με την χούφτα των εταιρειών που εστιάζουν αποκλειστικά στην άμυνα και εξακολουθούν να κυριαρχούν στην βιομηχανία σήμερα. Από το 1992 έως το 1997, έλαβαν χώρα βιομηχανικές συγχωνεύσεις ύψους 55 δισεκατομμυρίων δολαρίων συνολικά. Με λίγες εξαιρέσεις, οι μεγάλοι όμιλοι έφυγαν από την βιομηχανία, ξεπουλώντας τις αμυντικές επιχειρήσεις τους. Ταυτόχρονα, ο νέος κύκλος αμιγώς αμυντικών επιχειρήσεων άρχισε να ξεπουλά τις εμπορικές του δραστηριότητες και να αποκτά μικρότερες αμυντικές εταιρείες, μικραίνοντας στις τάξεις των μεσαίας βαθμίδας αμυντικών προμηθευτών.
Παρά την αλλαγή των κανόνων και την συρρίκνωση των προϋπολογισμών, το Υπουργείο Άμυνας έχει μετακινηθεί από εποχή σε εποχή, χωρίς περιστατικά. Μέσα από κάθε μετασχηματισμό, το Πεντάγωνο προστάτευσε κρίσιμες τεχνολογίες και συνέχισε να στηρίζει τον στρατό των ΗΠΑ. Σήμερα, όμως, οι πιέσεις από την εμπορευματοποίηση και την παγκοσμιοποίηση έχουν αποκαλύψει σοβαρά ρήγματα στην δομή τού κλάδου. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν προσαρμοστούν τώρα στην τέταρτη εποχή, η αμυντική βιομηχανία τους θα δει σύντομα την δύναμή της να μαραίνεται.
ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΝΑ ΚΑΛΥΦΘΕΙ Η ΥΣΤΕΡΗΣΗ
Για περισσότερο από μια δεκαετία, οι αμυντικές εταιρείες των ΗΠΑ έμεναν όλο και περισσότερο πίσω από τις μεγάλες εμπορικές εταιρείες σε τεχνολογικές επενδύσεις. Παρά το γεγονός ότι το Πεντάγωνο εξήγαγε ιστορικά πολλές τεχνολογίες προς τον εμπορικό τομέα, πλέον είναι καθαρός εισαγωγέας. Πράγματι, η επόμενης γενιάς εμπορική τεχνολογία έχει φτάσει πολύ πιο μπροστά από όσο η αμυντική βιομηχανία μπορεί να παράγει σε περιοχές που εκτείνονται από την 3-D εκτύπωση, το cloud computing, την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, την νανοτεχνολογία, την ρομποτική, και σε άλλα. Επιπλέον, η εμπορική τεχνολογία πληροφορικής κυριαρχεί στην εθνική ασφάλεια σήμερα όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Οι στρατιώτες χρησιμοποιούν τώρα smartphones για να πραγματοποιήσουν επιτήρηση σε πραγματικό χρόνο από τα drones (μη επανδρωμένα αεροσκάφη) και να στείλουν μηνύματα σε συναδέλφους τους στρατιώτες.
Το να συμβαδίσει [ο αμυντικός τομέας] με τις εμπορικές καινοτομίες θα είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Οι συνδυασμένοι προϋπολογισμοί R&D (Ε&Α, Έρευνα και Ανάπτυξη) των πέντε από τους μεγαλύτερους προμηθευτές όπλων των ΗΠΑ (περίπου 4 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Capital Alpha Partners) ανέρχονται σε λιγότερο από το μισό εκείνων που εταιρείες όπως η Microsoft ή η Toyota δαπανούν για Ε&Α σε ένα μόνο έτος. Στο σύνολό τους, αυτοί οι πέντε τιτάνες άμυνας των ΗΠΑ δεν συγκαταλέγονται καν μεταξύ των κορυφαίων 20 ξεχωριστών βιομηχανικών επενδυτών σε όλο τον κόσμο. Αντί να χρηματοδοτούν την Ε&Α, οι αμυντικές εταιρείες επέστρεψαν την συντριπτική πλειοψηφία των ρευστών διαθεσίμων τους στους μετόχους τους με την μορφή μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών. Ως αποτέλεσμα, από το 2000 ως το 2012, η εταιρικά χρηματοδοτούμενη δαπάνη για Ε&Α στην κορυφή των αμυντικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ μειώθηκε από 3,5% σε περίπου 2% των πωλήσεων, σύμφωνα με την Alpha Capital Partners. Οι κορυφαίες εμπορικές εταιρείες, αντίθετα, επενδύουν κατά μέσο όρο 8% των εσόδων τους σε Ε&Α.
Φυσικά, η αγορά αμυντικού εξοπλισμού είναι διαφορετική από τις εμπορικές αγορές στο ότι ο πελάτης - το Πεντάγωνο - χρηματοδοτεί μεγάλο μέρος τής R&D. Αλλά αυτός ο προϋπολογισμός έχει μειωθεί επίσης. Οι αμυντικές εταιρείες επομένως, εμφανίζονται απρόθυμες να επενδύσουν τα μετρητά τους σε έρευνα που, λόγω της αβεβαιότητας για τον προϋπολογισμό τού Πενταγώνου, ίσως να μην αποδώσει ποτέ βιώσιμα προϊόντα.
Το Υπουργείο Άμυνας θα πρέπει να φλερτάρει εμπορικές εταιρείες, πολλές από τις οποίες δεν θα αναζητήσουν αμυντικές συμβάσεις από μόνες τους. Αντ’ αυτού, το Πεντάγωνο έχει καταστήσει τόσο δύσκολο να υποβάλουν προσφορά για αμυντικές συμβάσεις που πολλές εταιρείες το αποφεύγουν, βρίσκοντας την διαδικασία ασυνήθιστη και τρομακτική. Κάποιοι αποφεύγουν επίσης την υποβολή προσφορών, επειδή έχουν λίγο ενδιαφέρον για την συμμόρφωση με αυτά που βλέπουν ως περιττές απαιτήσεις τού Πενταγώνου. Για παράδειγμα, ένας αριθμός προγραμματιστών λογισμικού έχουν αρνηθεί εργασία στον αμυντικό τομέα επειδή φοβούνται ότι θα πρέπει να παραιτηθούν από τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε ό, τι παράγουν. Άλλοι απομακρύνονται εξαιτίας των περίτεχνων κανονισμών τής αμερικανικής κυβέρνησης για την απόκτηση όπλων. Κανονισμοί ελέγχου και εποπτείας, για παράδειγμα, απαιτούν από τις εταιρείες να δημιουργήσουν νέα και δαπανηρά λογιστικά συστήματα, πέρα από όσα χρειάζονται για τις εμπορικές επιχειρήσεις τους. Αυτή η προστιθέμενη δαπάνη είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί για προγράμματα που συχνά χρειάζονται μια δεκαετία ή και περισσότερο για να μεταβούν από την ανάπτυξη στην παραγωγή.
Οι αξιωματούχοι συζητούν την αναμόρφωση του βυζαντινικού συστήματος προμηθειών του Πενταγώνου επί δεκαετίες και έχουν συστήσει μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένου του να βασίζονται περισσότερο σε ανεξάρτητες εκτιμήσεις κόστους και έλεγχων όπλων. Αλλά τα ωφελήματα δεν συμβάδισαν με την ταχεία τεχνολογική και βιομηχανική αλλαγή τού εμπορικού τομέα. Οι μελλοντικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να προχωρήσουν πέρα από την βελτίωση του κόστους και την επικαιροποίηση για να μειωθούν τα εμπόδια εισόδου στην αγορά για τις εμπορικές επιχειρήσεις. Το Πεντάγωνο μπορεί να προσελκύσει εταιρείες όπως η Google με την χαλάρωση των αυστηρών κανόνων του περί πνευματικής ιδιοκτησίας, με τον εξορθολογισμό των απαιτήσεών του περί ελέγχων και λογιστικής, καθώς και με την συντόμευση του κύκλου ανάπτυξης. Το να κολλήσει με το status quo απλώς θα βάλει περαιτέρω απόσταση μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Silicon Valley.
ΚΙΝΗΣΗ ΠΕΡΑΝ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ
Καθώς οι τεχνολογικές καινοτομίες έχουν γίνει περισσότερο εμπορικές, έχουν γίνει επίσης πιο παγκόσμιες. Στον ιδιωτικό τομέα, ένα ενιαίο προϊόν - το iPhone, για παράδειγμα - συχνά περιέχει τεχνολογία από ένα παγκόσμιο δίκτυο προμηθευτών. Ομοίως, ορισμένα οπλικά συστήματα, όπως το F-35, οφείλουν την ύπαρξή τους σε διεθνείς συνεργασίες. Αλλά η αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ δεν έχει εκμεταλλευθεί το πλεονέκτημα αυτής της αλλαγής, εν μέρει επειδή ορισμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι φοβούνται ότι η παγκοσμιοποίηση θα πάρει θέσεις εργασίας μακριά από τους Αμερικανούς πολίτες και θα θέσει σε κίνδυνο κρίσιμες αμυντικές τεχνολογίες. Αυτοί οι φόβοι είναι κοντόφθαλμοι. Μια πιο παγκόσμια αμερικανική αμυντική βιομηχανία θα είναι μεγαλύτερη και ισχυρότερη, και αυτό θα δώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότερη, όχι λιγότερη, πρόσβαση σε τεχνολογίες αιχμής.
Για λόγους σύγκρισης, σκεφθείτε την πορεία τής αυτοκινητοβιομηχανίας των ΗΠΑ. Οι ιαπωνικές εταιρείες αυτοκινήτων άρχισαν να ανοίγουν εργοστάσια παραγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες την δεκαετία τού 1980˙ Σήμερα, ο αριθμός των εργοστασίων παραγωγής αυτοκινήτων που λειτουργούν από ξένες εταιρείες σε αμερικανικό έδαφος είναι σχεδόν ίδιος με τον αριθμό που λειτουργούν από αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες. Η Honda [Αμερικής] εξάγει πλέον περισσότερα αυτοκίνητα από τις Ηνωμένες Πολιτείες από όσα εισάγει από την Ιαπωνία. Και ο ορισμός τού τι συνιστά ένα αμερικανικό ή ξένο αυτοκίνητο έχει γίνει θολός, δημιουργώντας μια βιομηχανία στην οποία οι ξένοι κατασκευαστές απασχολούν χιλιάδες Αμερικανών και οι αμερικανικές εταιρείες βλέπουν ισχυρές πωλήσεις στο εξωτερικό. Η Honda και η Toyota, για παράδειγμα, παράγουν τώρα επτά από τα δέκα μοντέλα με το υψηλότερο ποσοστό των μερών κατασκευασμένων στις ΗΠΑ, και το εργοστάσιο της BMW στην Νότια Καρολίνα έχει καταστεί ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αυτοκινήτων αμερικανικής κατασκευής.
Η αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ δεν έχει ανοιχτεί στην παγκοσμιοποίηση με τον ίδιο τρόπο. Στο πεδίο τής μάχης, ο στρατός των ΗΠΑ παλεύει μαζί με τους συμμάχους του, με στρατεύματα που έχουν εκπαιδευτεί μαζί και που μοιράζονται πληροφορίες. Όμως, το Υπουργείο Άμυνας εξακολουθεί να αγνοεί συχνά τις τεχνολογίες και τα προϊόντα που κατασκευάζονται στο εξωτερικό - μερικές φορές με σημαντικό κόστος για τον Αμερικανό φορολογούμενο. Στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, για παράδειγμα, το Πεντάγωνο προσπάθησε να αναπτύξει ένα νέο σύστημα πυροβολικού, που ονομάζεται «the Crusader» [Σταυροφόρος], αντί να προσαρμόσει ένα ισχυρό γερμανικό σχέδιο που ανταποκρινόταν στις περισσότερες, αν όχι σε όλες, τις απαιτήσεις των ΗΠΑ. Το Υπουργείο Άμυνας κατέληξε στην ακύρωση του προγράμματος το 2002, όταν το κόστος ανά μονάδα έγινε δυσβάσταχτο, σπαταλώντας 2 δισεκατομμύρια δολάρια και αφήνοντας τον στρατό των ΗΠΑ να βασίζεται σε αναβαθμίσεις πολύ παλαιότερων μοντέλων πυροβολικού. Για να επωφεληθεί από τις επενδύσεις και τις καινοτομίες των συμμάχων του, το Πεντάγωνο πρέπει να είναι ανοικτό σε ξένες πηγές για τεχνολογία και σχεδιασμό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον η πηγή όλης της προόδου στην στρατιωτική τεχνολογία, και στην πραγματικότητα, το να φέρει μέσα ξένες εταιρείες θα βοηθήσει να διανείμει το βάρος τού κόστους ανάπτυξης, όπως έκανε και με το F-35.
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ
Παρ’ όλες τις αλλαγές έξω από την αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ, εξακολουθεί να υπάρχει και μια κραυγαλέα αλλαγή εντός τού πλαισίου της: Η συρρίκνωση του αμυντικού προϋπολογισμού. Οι δαπάνες στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, καθώς και η παγκόσμια οικονομική κρίση, συνέβαλαν στην κατά περίπου 20% μείωση στις αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ κατά τα τελευταία πέντε χρόνια.
Μια μείωση των δαπανών από μόνη της δεν θα οδηγούσε σε διαρθρωτικές αλλαγές στην βιομηχανία˙ Ωστόσο, όταν συνδυάζεται με την εμπορευματοποίηση και την παγκοσμιοποίηση της αμυντικής τεχνολογίας, η αλλαγή φαίνεται αναπόφευκτη. Η αλλαγή αυτή θα περιλαμβάνει την εξυγίανση του κλάδου και μια ταυτόχρονη μείωση του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών. Πράγματι, ο ανταγωνισμός για τις αμυντικές συμβάσεις έχει φτάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, γεγονός που καθιστά δύσκολο στο Πεντάγωνο να κερδίσει την καλύτερη αξία για τα χρήματα των φορολογουμένων. Εκεί που το Πεντάγωνο κάποτε απασχολούσε δύο ή τρεις ανταγωνιστικές εταιρείες για μεγάλα προγράμματα όπλων, τώρα συχνά δυσκολεύεται να δώσει συμβάσεις σε περισσότερους από έναν προμηθευτές. Ως αποτέλεσμα, το 2012, τόσο το ναυτικό όσο και η αεροπορία ανέθεσαν περισσότερες από τις μισές συμβάσεις τους χωρίς καθόλου διαγωνισμό.
Αν το Πεντάγωνο καταστήσει ευκολότερο για τις εμπορικές και τις ξένες εταιρείες να εισέλθουν στην βιομηχανία, θα βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό προς την αύξηση του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, η BAE Systems, η βρετανική αμυντική εταιρεία που έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές τού Πενταγώνου, έχει ήδη παράσχει την απαιτούμενη ποικιλομορφία στον τομέα των οχημάτων μάχης. Ομοίως, στην αναζήτηση για ένα νέο εναέριο τάνκερ, η ευρωπαϊκή εταιρεία κατασκευής αεροσκαφών Airbus έχει προσφέρει μια βιώσιμη εναλλακτική απέναντι στην Boeing. Ο αυξημένος ανταγωνισμός θα εξασφαλίσει ότι το Πεντάγωνο θα παίρνει την καλύτερη τεχνολογία στην χαμηλότερη δυνατή τιμή και θα επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να αποδείξουν την ανοικτότητα της αγοράς τους σε μια εποχή όπου οι μειούμενοι προϋπολογισμοί έχουν ήδη στείλει τις αμυντικές αμερικανικές εταιρείες να αναζητούν πωλήσεις στο εξωτερικό.
Καθώς οι αξιωματούχοι στην Ουάσινγκτον ζυγίζουν τις μεταρρυθμίσεις, υπάρχει λίγος χρόνος για χάσιμο. Σε αμφότερους την αμυντική βιομηχανία και τον κόσμο γενικότερα, ο ρυθμός των αλλαγών έχει επιταχυνθεί. Η πρώτη εποχή τής αμυντικής βιομηχανίας των ΗΠΑ διήρκεσε πάνω από 150 χρόνια, η δεύτερη σχεδόν 50 και η τρίτη μόλις 20. Το Πεντάγωνο θα πρέπει να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο στην πρόσληψη εξωτερικών εταιρειών, έχοντας κατά νου ότι το μέλλον του με αυτές είναι άρρηκτα συνυφασμένο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την ευκαιρία να κοιτάξουν πέρα από τα σύνορά τους για να γυρίσουν αυτήν την τέταρτη εποχή προς όφελός τους. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα τεχνολογικά πλεονεκτήματα της χώρας έχουν προστατεύσει την εθνική της ασφάλεια. Για να διατηρήσουν αυτό το πλεονέκτημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προσαρμοστούν με - και τελικά να αγκαλιάσουν - τις τάσεις που θα έρθουν για να καθορίσουν το μέλλον τους.
sourche: http://foreignaffairs.gr/articles/70089/william-j-lynn-iii/to-telos-toy-stratiotiko-biomixanikoy-symplegmatos?page=show
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου